- θράσεμα
- το [θρασεύω]1. υπερβολικό θάρρος, θράσος2. (κυρίως για φυτά) γρήγορη ανάπτυξη, φούντωμα («το θράσεμα τού χορταριού»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θράσεμα — το, ατος φούντωμα των δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)